- πολύβυθος
- -ον, Απολυβενθής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + βυθός (πρβλ. ά-βυθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύβυθον — πολύβυθος masc/fem acc sg πολύβυθος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… … Dictionary of Greek